- τρωτός
- τρω-τός, ή, όν,A vulnerable, Il.21.568, E.Hel.810, X.An.3.1.23, Eub.107.8, Phld.Sign.38; cf. τρωτός· παθητός (leg. πληκτός), Hsch.; τετρωτος (sic) = vulnerarius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρωτός — vulnerable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… … Dictionary of Greek
τρωτός — ή, ό 1. που μπορεί να τραυματιστεί. 2. ευπαθής, ευπρόσβλητος, αδύνατος: Το πεζικό είναι τρωτό από την αεροπορία. 3. το ουδ. ως ουσ., τρωτό μειονέκτημα, ελάττωμα, ατέλεια: Έχει πολλά τρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρωτά — τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc pl τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc/acc dual τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτόν — τρωτός vulnerable masc acc sg τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοί — τρωτός vulnerable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοῦ — τρωτός vulnerable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτούς — τρωτός vulnerable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτήν — τρωτός vulnerable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτῷ — τρωτός vulnerable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] … Dictionary of Greek